συνθετιστής

συνθετιστής
ο, Ν
συν. στον πληθ. οι συνθετιστές
μουσ. ομάδα Βέλγων συνθετών, μαθητών τού Πωλ Ζιλσόν, που ενώθηκαν το 1925 με σκοπό την καλλιέργεια μιας τέχνης που θα συνδύαζε τον μοντερνισμό με τις κατακτήσεις προηγούμενων γενεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. synthetiste < σύνθετος + κατάλ. -ιστής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”